Ν.Σ. Μαυρογιάννης

Προσωπική Ιστοσελίδα

 

 

ball_sgreen.gif

 

Η «εξέγερση του Δεκέμβρη»

 

ως σύμπτωμα

 

της «κουλτούρας της Μεταπολίτευσης»

 

ball_sgreen.gif

 

Στάθης Ν. Καλύβας

Arnold Wolfers Professor of Political Science

Yale University

 

ball_sgreen.gif

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα  ΤΟ ΒΗΜΑ  στο φύλλο της 6-12-2009

Το παρόν κείμενο είναι μια εκτενέστερη εκδοχή που προέρχεται από την

Αθηναϊκή Επιθεώρηση Βιβλίου  .

Παρουσιάζεται με την άδεια που ευγενώς παραχώρησε ο συγγραφέας.

 ball_sgreen.gif

 

 

Τα γεγονότα που ακολούθησαν τον φόνο του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου τον περασμένο Δεκέμβριο περιγράφηκαν κυρίως ως «εξέγερση των νέων». Πρόκειται για μία ασαφή περιγραφή που επιδέχεται πολλές και αντικρουόμενες ερμηνείες: στο ένα άκρο συναντάμε τις δακρύβρεχτες και γλυκερές περιγραφές αρκετών δημοσιογράφων περί κακούργας κοινωνίας που συνθλίβει τα όνειρα των νέων και στο άλλο τα επαναστατικά μανιφέστα όσων πίστεψαν πως ο «Ελληνικός Δεκέμβρης» έδινε το σύνθημα για μια νέα (και για τους πλέον φαντασιόπληκτους, παγκόσμια) επανάσταση ενάντια στον καπιταλισμό και την «κοινωνία της κατανάλωσης».

Κάπου ανάμεσα στους ακραίους αυτούς ερμηνευτικούς πόλους θα διακρίνουμε δύο ερμηνείες που αναδείχθηκαν οι πλέον δημοφιλείς. Η πρώτη, κυρίαρχη στα διεθνή μαζικά μέσα ενημέρωσης, είδε στα γεγονότα της Αθήνας το προοίμιο ενός διεθνούς κύματος κινητοποιήσεων εναντία στις συνέπειες της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης. Η δεύτερη, πιο ελληνοκεντρική και επομένως κυρίαρχη στα ελληνικά ΜΜΕ, επικέντρωσε την προσοχή της στα προβλήματα και τις ακαμψίες της ελληνικής κοινωνίας γενικότερα και της ελληνικής νεολαίας πιο ειδικά, ερμηνεύοντας τις κινητοποιήσεις ως ένδειξη αδιεξόδου: το μήνυμα συνοψίστηκε στη φράση «να ακούσουμε τι μας λένε οι νέοι».

Πώς μπορούμε να αποτιμήσουμε τις ερμηνείες αυτές ένα χρόνο μετά; Το πλεονέκτημα της χρονικής απόστασης προσφέρει ίσως τη δυνατότητα μιας ψύχραιμης αποτίμησης των γεγονότων του περασμένου Δεκεμβρίου, ενδεχομένως και ως προληπτικού αντιδότου για την έκρηξη ψευδοεπιστημονικής αερολογίας που αναμένεται να συνοδεύσει την επέτειο. Η ανάλυση απαιτεί βεβαίως την πρόσβαση σε συστηματικά στοιχεία για το πώς εκτυλίχτηκαν ακριβώς τα γεγονότα, ποιοι και πόσοι συμμετείχαν σε αυτά και με τι κίνητρα, ποιο ήταν το κοινωνιολογικό τους προφίλ, ποια ήταν ακριβώς η στρατηγική της κυβέρνησης και η δράση της Αστυνομίας κ.λπ. Παρότι τα διαθέσιμα στοιχεία παραμένουν περιορισμένα, επαρκούν για μια επαναπροσέγγιση του θέματος.

Μια αρχική (και ουσιαστική) διευκρίνιση: όταν μιλάμε για τα γεγονότα του περασμένου Δεκεμβρίου, δεν εννοούμε μόνο, ούτε κυρίως, τις διαμαρτυρίες για το θάνατο του μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Εννοούμε τη βία που τις συνόδευσε, δηλαδή τις εκτεταμένες καταστροφές και τους βανδαλισμούς που ήταν πρωτοφανείς για μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα του 21ου αιώνα. Δίχως τις εικόνες της φλεγόμενης Αθήνας, οι κινητοποιήσεις δεν θα είχαν προκαλέσει ούτε το σοκ που προκάλεσαν στην ελληνική κοινωνία ούτε το αυξημένο ενδιαφέρον των διεθνών ΜΜΕ. Άλλωστε, δίχως τη βία, θα εξέλιπε και ο χαρακτηρισμός των γεγονότων ως εξέγερσης. Στο βαθμό, λοιπόν, που οι αναφορές στα «γεγονότα του Δεκεμβρίου» αφορούν ουσιαστικά την εκδήλωση της βίας, εκεί θα πρέπει να επικεντρωθεί και η ερμηνεία τους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Είναι προφανές πως η ερμηνεία των διεθνών ΜΜΕ περί προοιμίου διεθνούς κύματος ταραχών διαψεύστηκε από την ίδια την πραγματικότητα. Οι προσπάθειες μίμησης από ομάδες «αντιεξουσιαστών» σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις (που τόσο διαφημίστηκαν από ορισμένους στη χώρα μας) έπεσαν στο κενό και η ελληνική έκρηξη δεν είχε καμιά απολύτως συνέχεια στον υπόλοιπο κόσμο. Για να το πούμε διαφορετικά, τα γεγονότα της Αθήνας υπήρξαν ένα τοπικό φαινόμενο. Άλλωστε, η ίδια η ερμηνεία περί κρίσης ήταν ευθύς εξαρχής ιδιαίτερα προβληματική, καθώς οι συνέπειές της δεν είχαν προλάβει να εκδηλωθούν. Τελικά, οι δημοσιογράφοι των διεθνών ΜΜΕ έκαναν το συνηθισμένο σφάλμα να προβάλουν στην Ελλάδα τις δικές τους ανησυχίες και προβληματισμούς.

Πάσχει όμως και η ερμηνεία του «Δεκέμβρη» ως έκφραση του αδιεξόδου της νεολαίας. Το βασικό της μειονέκτημα είναι πως διατυπώνεται με τρόπο που δεν είναι διαψεύσιμος. Όταν, π.χ., λέμε ότι η «εξέγερση της νεολαίας» αποτελεί ένδειξη των αδιεξόδων στα οποία έχει περιέλθει, διατυπώνουμε μια πρόταση που βασίζεται σε μη ελέγξιμο συλλογισμό κυκλικού τύπου: αν, δηλαδή, η νεολαία δεν αντιμετώπιζε αδιέξοδα, απλούστατα, δεν θα εξεγειρόταν. Επομένως, η εξέγερση είναι απόδειξη του αδιεξόδου της.

Επιπλέον, ο όρος αδιέξοδο ερμηνεύεται κατά το δοκούν, ανάλογα με τις ιδιαίτερες προτιμήσεις του εκάστοτε ερμηνευτή: για κάποιους το αδιέξοδο είναι πρωταρχικά οικονομικό (ανεργία, «γενιά των 700 ευρώ»), για άλλους ψυχολογικό (στρεβλό σύστημα παιδείας) και για κάποιους άλλους ηθικό (διαφθορά, αξιακό έλλειμμα, αστυνομική αυθαιρεσία, κρίση αντιπροσώπευσης κ.λπ.). Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για όρους όπως «νεολαία» και «νέοι», που χρησιμοποιούνται με τρόπο απολύτως γενικευτικό, και επομένως αυθαίρετο. Τέλος, η περί αδιεξόδου ερμηνεία αδυνατεί εντελώς να εξηγήσει την απουσία «εξεγέρσεων» σε χώρες με προβλήματα απολύτως συγκρίσιμα με αυτά της Ελλάδας. Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, πως η μόνη χώρα που έχει να επιδείξει αντίστοιχη «εξέγερση» είναι η Γαλλία. Εκεί, όμως, η «εξέγερση» του 2005 είχε εντελώς διαφορετική κοινωνική βάση: τη δεύτερη γενιά μεταναστών και όχι τα παιδιά της ιθαγενούς μεσαίας τάξης.

Επομένως, η ερμηνεία του «Δεκέμβρη» απαιτεί μια διαφορετική προσέγγιση. Αντί, λοιπόν, να θέτουμε αόριστα και ουσιαστικά αναπάντητα ερωτήματα για το «βαθύτερο νόημα» της «εξέγερσης», καλό θα ήταν να στραφούμε προς συγκεκριμένα ερωτήματα που αφορούν τα χαρακτηριστικά της. Αν κάνουμε κάτι τέτοιο θα καταλήξουμε σε τέσσερις βασικές διαπιστώσεις.

 

 

 

 

 

 

 

 

1. Σύμφωνα με όλες τις διαθέσιμες περιγραφές, οι διαδηλώσεις του κρίσιμου τριημέρου 6-8 Δεκεμβρίου δεν πήραν μαζικές διαστάσεις. Παρότι εξαπλώθηκαν σε αρκετές πόλεις, η συμμετοχή σε καμία περίπτωση δεν άγγιξε αξιόλογα επίπεδα μαζικότητας. Όσο για τον σκληρό πυρήνα των ατόμων που πρωταγωνίστησαν στους βανδαλισμούς, αυτός υπήρξε ακόμα μικρότερος: πρόκειται κυρίως για τα άτομα που συνιστούν περισσότερο ή λιγότερο άτυπες ομάδες «αντιεξουσιαστών». Δίπλα στον σκληρό αυτό πυρήνα, συμμετείχαν στους βανδαλισμούς και άτομα με ποικιλία κινήτρων, τα οποία όμως θα δίσταζαν να προβούν σε παρόμοιες ενέργειες δίχως τις «πλάτες» και το παράδειγμα αυτού του σκληρού πυρήνα, οι ενέργειες του οποίου είχαν σαφή χαρακτηριστικά συντονισμού και οργανωμένης δράσης. Είναι αξιοσημείωτο άλλωστε πως μια από τις βασικές λειτουργίες των επεισοδίων αυτών είναι η στρατολόγηση νέων «μελών» και η αναπαραγωγή των ομάδων αυτών.

2. Παρότι η έκταση των καταστροφών υπήρξε πρωτοφανής, οι βίαιες κινητοποιήσεις αυτές καθαυτές δεν είχαν κάτι το καινούργιο. Όπως είναι γνωστό, οι επέτειοι της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, οι επισκέψεις Αμερικανών αξιωματούχων, οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις ή η συμπεριφορά της Αστυνομίας αποτελούν μόνιμες αφορμές για την οργάνωση επεισοδίων. Η έκτασή τους είναι συνήθως μικρή και ελεγχόμενη, όμως σε αρκετές περιπτώσεις τα πράγματα ξεφεύγουν από τον έλεγχο, όπως π.χ. το 1977 (νόμος 815), το 1980 (Κουμής και Κανελλοπούλου), το 1985 (Καλτεζάς), το 1991 («Κάπα Μαρούσης», Τεμπονέρας), το 1999 (επίσκεψη Κλίντον) ή το 2007 (άρθρο 16). Με λίγα λόγια, η πρακτική των βίαιων κινητοποιήσεων στην Ελλάδα παρουσιάζει μια εντυπωσιακή κανονικότητα, σχεδόν μια κυκλικότητα

3. Η έκταση των καταστροφών συναρτάται άμεσα με τη στάση της αστυνομίας. Οι συλλήψεις είναι συνήθως περιορισμένες, ενώ σπανίζουν οι δίκες και ακόμα περισσότερο οι καταδίκες: η ουσιαστική αυτή ανομία έχει καλλιεργήσει την αντίληψη πως η συμμετοχή σε βίαιες κινητοποιήσεις ενέχει ελάχιστο ρίσκο. Στην περίπτωση του Δεκεμβρίου είναι γνωστό πως η έκταση των καταστροφών συνδέεται άμεσα με την απόφαση της κυβέρνησης να θέσει την Αστυνομία σε «κατάσταση παθητικής άμυνας». Ο συνδυασμός ανικανότητας και ανοχής της Αστυνομίας έχει δώσει λαβή για την ανάπτυξη ευφάνταστων όσο και επαναλαμβανόμενων συνωμοσιολογικών θεωριών, σύμφωνα με τις οποίες τα επεισόδια οργανώνει η ίδια η Αστυνομία, αφού δεν είναι δυνατό να αγνοεί την ταυτότητα των «γνωστών αγνώστων» κουκουλοφόρων. Η πραγματική εξήγηση είναι βέβαια πολύ πιο πεζή. Η Αστυνομία είναι τόσο αποτελεσματική όσο και οι περισσότερες δημόσιες υπηρεσίες. Επιπλέον, έχει να αντιμετωπίσει ένα σαφέστατα εχθρικό κλίμα. Εθισμένη σε μια κουλτούρα που νομιμοποιεί κάθε δυναμική διεκδίκηση, αρκεί να στρέφεται ενάντια στο «κράτος», η ελληνική κοινωνία φαίνεται να ανέχεται τους βανδαλισμούς, αρκεί να μην προξενούν κάποιο άμεσο ατομικό κόστος (όπως ακριβώς ανέχεται μια σειρά από άλλες αντικοινωνικές συμπεριφορές σαν την επικίνδυνη οδήγηση ή την αυθαίρετη δόμηση). Στο πλαίσιο της κουλτούρας αυτής, η συμμετοχή σε καταλήψεις σχολείων και πανεπιστημίων ή σε δυναμικές κινητοποιήσεις έχει εξελιχθεί σε ένα είδος «ιεροτελεστίας ενηλικίωσης» ή, για να χρησιμοποιήσω την έκφραση δημοσιογράφου της Ελευθεροτυπίας, σε «βάπτισμα του πυρός» που αναπαράγει την κουλτούρα αυτή από γενιά σε γενιά: «πήραν το βάπτισμα του πυρός και τούτα δω τα παιδιά. Αν δεν φας δακρυγόνο ίσως να μη συνειδητοποιήσεις ποτέ τι συμβαίνει γύρω σου. Έμαθαν λοιπόν την Αλφαβήτα: Τι σημαίνει εξουσία... Αυτό δεν θα το ξεχάσουν ποτέ. Δεν ξεχνιέται!» (Ανδρέας Ρουμελιώτης, 18.12.2008).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

4. Πόσο σωστό είναι, όμως, να μιλάμε για μια αδιαφοροποίητη νεολαία που συμμετείχε μαζικά στην «εξέγερση»; Η εικόνα που προκύπτει από πρόσφατες έρευνες είναι αρκετά διαφορετική. Από έρευνα γνωστής εταιρείας, που πραγματοποιήθηκε τον Μάιο 2009 σε αντιπροσωπευτικό δείγμα νέων ηλικίας 15 ως 34 ετών, προκύπτει μια τάση συνολικής απόρριψης όλων των «θεσμών κύρους» που συγκροτούν το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Η τάση αυτή, όμως, δεν διαφέρει ουσιαστικά από τη γενική τάση αποδοκιμασίας των θεσμών που κυριαρχεί σε όλα τα στρώματα και τις ηλικίες. Συγχρόνως, η αυτοτοποθέτηση των νέων στην κλίμακα Αριστεράς-Δεξιάς διακρίνεται από μια έντονη κεντρομόλα τάση (ένας μόνο στους δέκα νέους αυτοτοποθετείται στις τρεις πιο αριστερές θέσεις). Είναι αξιοσημείωτο, μάλιστα, ότι η νεότερη ηλικιακή ομάδα (15-19 ετών) είναι αυτή που αυτοτοποθετείται περισσότερο στις δεξιές και ακραίες δεξιές θέσεις. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως, ενώ οκτώ στους δέκα νέους συμφωνούν με τις κινητοποιήσεις (απεργίες, πορείες, διαδηλώσεις) των εργαζομένων, ένα παρόμοιο ποσοστό τάσσεται εναντίον της βίας, ενώ έξι στους δέκα θεωρούν πως η Αστυνομία πρέπει να κάνει χρήση όλων των μέσων που της δίνει ο νόμος για την αντιμετώπιση των πράξεων βίας. Το ποσοστό των νέων που δείχνει κατανόηση ή τρέφει αισθήματα υποστήριξης προς τη βίαιη δράση των «κουκουλοφόρων» δεν ξεπερνά το 16%. Συνολικά, η μερίδα των νέων που με βάση τις απαντήσεις τους στην έρευνα αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί ως «κινηματική» παραμένει σαφώς μειοψηφική και κινείται σε επίπεδα της τάξης του 15%. Με άλλα λόγια, οι γενικεύσεις περί μιας αδιαφοροποίητα «εξεγερσιακής» νεολαίας δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Γι’ αυτό άλλωστε δεν πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός πως η «εξέγερση του Δεκέμβρη» δεν είχε καμιά πολιτική συνέχεια, αν εξαιρέσει βέβαια κανείς την έξαρση της τρομοκρατίας.

Από τις παραπάνω διαπιστώσεις εύκολα προκύπτει το συμπέρασμα πως ο χαρακτηρισμός των γεγονότων του περασμένου Δεκεμβρίου ως «εξέγερσης» που προκλήθηκε από τη μαζική κινητοποίηση των νέων και εξέφρασε μια βαθιά και διαδεδομένη αίσθηση αδιεξόδου, ανήκει μάλλον στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας.

Το συμπέρασμα αυτό δεν σημαίνει καθόλου πως οι νέοι δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα και αδιέξοδα ή πως ο φόνος του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου δεν ήταν ένα ισχυρό σοκ. Αν θέλουμε, όμως, να εξηγήσουμε τι συνέβη τον Δεκέμβριο του 2008 δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τρεις βασικούς παράγοντες: την ανθεκτικότητα και την αναπαραγωγή ενός μικρού αλλά συμπαγούς «αντιεξουσιαστικού» χώρου, την αδυναμία της Αστυνομίας να ανταποκριθεί στο ρόλο της και, τέλος, την ανοχή της κοινωνίας σε βίαιες συμπεριφορές. Και οι τρεις αυτοί παράγοντες αποτελούν συμπτώματα μιας συγκεκριμένης πολιτικής κουλτούρας («της κουλτούρας της Μεταπολίτευσης») που, ενώ έχει χάσει εδώ και χρόνια τη σύνδεσή της με την πραγματικότητα, κατορθώνει να επιβιώνει σε πείσμα της.

 

 

 

 

 

  Επιστροφή