Ν.Σ. Μαυρογιάννης

Προσωπική Ιστοσελίδα

 

 

ball_sgreen.gif

Τυπωθήτω

Στέλιος Μαρίνης

ball_sgreen.gif

Αναρτήθηκε στον ιστότοπο alfavita την 29-6-2013

( http://www.alfavita.gr/apopsi/%CF%84%CF%85%CF%80%CF%89%CE%B8%CE%AE%CF%84%CF%89  )

Παρουσιάζεται με την άδεια που ευγενώς παραχώρησε ο συγγραφέας.

 ball_sgreen.gif

 

 

 

Πολύ συχνά όταν φουντώνω και γράφω αυθόρμητα προκύπτει ένα κείμενο αδόκιμο, άνισο, ημιτελές. Είναι ωστόσο ένα κείμενο γνήσιο. Οι ατέλειές του αντικατοπτρίζουν τις δικές μου ατέλειες που, ως φαίνεται, πασχίζω να κρύψω όταν γράφω κάτι για δημοσίευση. "Μην εκτεθούμε κιόλας". Μόλις διάβασα στο http://agriazwa.blogspot.gr/2013/06/blog-post_4376.html ένα συνταρακτικό κείμενο για μια γυναίκα που αυτοκτόνησε. Κι αναρωτήθηκα: Μέχρι πού και μέχρι πότε; Δεν είναι τόσο η οικονομική ανέχεια, οι αγωνίες κι οι δυσκολίες της ζωής. Δεν είναι ΑΚΟΜΗ αυτές. Μέσα στη φτώχεια μεγάλωσα, τα μπαλωμένα ρούχα του μεγάλου μου αδερφού φορούσα. Έβαζα μια φέτα άσπρο ψωμί πάνω από το μαύρο για να μοιάζει με ψωμοτύρι, πέθαινα από τη λαχτάρα να μάθω ένα μουσικό όργανο, αδιανόητο πράγμα η αγορά του κι ευτυχώς η υποτροφία της Αρχιεπισκοπής για Βυζαντινή Μουσική στο Ωδείο Αθηνών μου έδωσαν την ευκαιρία να ασχοληθώ με τη μουσική, ό,τι αγγλικά έμαθα ήταν από το σινεμά κι αργότερα από τα ξενόγλωσσα βιβλία μαθηματικών, στο Μαράσλειο που γράφτηκα στο Δημοτικό «για να μην πάει χαμένο τόσο έξυπνο παιδί» όπως συμβούλεψαν τους γονείς μου κάτι πλούσιες κυρίες που με γνώρισαν όταν παραθέριζαν σε νοικιασμένο σπίτι πάνω από τον αχυρώνα που μας φιλοξενούσε για διακοπές στα Βίλια έσφιγγα τις γροθιές μου μέχρι να ματώσουν οι παλάμες από τα νύχια όταν οι συμμαθητές μου έκαναν έρανο για να πάω  στην εκδρομή, ο δάσκαλος της τρίτης Δημοτικού με κοίταζε με καταφανή αποδοκιμασία που ήμουν μύγα μέσα στο γάλα (Ανδρέας Παπανδρέου, σύμπτωση;) και τόσα τόσα άλλα. Όμως είχαμε όνειρα κι αξιοπρέπεια. Η πολυμήχανη μάνα μου δανειζόταν από τον Α για να κάνει μια αγορά «για ένα μήνα» και στο μήνα απάνω δανειζόταν λίγο μικρότερο ποσό από τον Β και τσοντάριζε τη διαφορά από τις οικονομίες που είχε κάνει, ύστερα το ίδιο από τον Δ κ.ο.κ. μέχρι να εξοφλήσουμε.

 

Και, ναι, ήμασταν ευτυχισμένοι. Δεν έχω δει άνθρωπο να κοιμάται τόσο βαθειά όσο ο συχωρεμένος ο πατέρας μου, ανάλαφρος σαν πουλάκι, χωρίς ενοχές, με τόσο ήσυχη συνείδηση και με τόση ευκολία να παίρνει χαρά από μικροπράγματα και, προπαντός, όταν είχε την ευκαιρία να βοηθήσει όποιον μπορούσε, όπως μπορούσε. Στην αυλή που μέναμε πληρώναμε κοινόχρηστο ρεύμα και νερό. Με είχαν διαχειριστή λόγω των μαθηματικών μου ικανοτήτων. Οι περισσότεροι γείτονες ούτε να κάνουν πρόσθεση δεν ήξεραν. Έκανα μερισμό σε μέρη ανάλογα του αριθμού των μελών κάθε οικογένειας και του πλήθους των δωματίων (από ένα μέχρι δύο, μη φανταστείτε). Μόλις ανακοίνωνα στους γονείς μου τους λογαριασμούς: «12 εμείς, 11 η κυρά Βαγγελιώ…»  η μάνα μου τιναζόταν ως το ταβάνι: «Τι; Περισσότερα εμείς από τη Βαγγελιώ που η κόρη της φέρνει τις ξένες μπουγάδες για τις οποίες πληρώνεται;». Ο γλυκός μου πατέρας - Άγιο Κωνσταντίνο τον φώναζαν όλοι - μου έλεγε με τόνο αυστηρό: «Στέλιο, γράψε 12 στη Βαγγελιώ». Ύστερα μου έβαζε κρυφά ένα δίφραγκο στην τσέπη και μου ‘λεγε: «Πες της 10».  Να πεις ότι του περίσσευαν; Τα τσιγάρα, τα έκοβε στη μέση κι όταν κόντευαν να τελειώσουν έβαζε καρφίτσα για να μην αφήσει μεγάλη γόπα.

Κι όμως. Ήμασταν ευτυχισμένοι. Γιατί δεν ήμασταν μικροαστοί, δεν είχαμε πλασματικές ανάγκες κι όσο τα κουτσοκαταφέρναμε λέγαμε «Δόξα σοι ο θεός». Κι ονειρευόμασταν. Μεγάλα όνειρα για το μέλλον, άλλος να γίνει γιατρός, άλλος δάσκαλος, άλλος έμπορος, μικρά για το αύριο, μεσαία για το μεθαύριο: «Θα σου πάρω πρώτα τα πετάλια. Μετά το τιμόνι, αργότερα τις ρόδες και τέλος τον σκελετό και θα το φτιάξουμε το ποδήλατο».  

Αυτό μας λείπει σήμερα. Το όνειρο και η ελπίδα. Όνειρα κι ελπίδες που να ναι όμως δικά μας κι όχι αντιγραφή από τις διαφημίσεις. Να ονειρευόμαστε μια όμορφη ζωή με ανθρώπους που να αγαπιόμαστε, ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας, ευκαιρίες για μικρές απολαύσεις, υγεία, δουλειά, ελεύθερο χρόνο, τέτοια. Να ποθούμε γυναίκες καθημερινές, σαν τις μάνες και τις αδερφές μας κι όχι σαν τις τηλεπερσόνες, να ξεδίνουμε τραγουδώντας εμείς οι ίδιοι κι όχι ανάβοντας και κουνώντας αναπτήρες, να ξεφαντώνουμε με το δικό μας χορό κι όχι με τα λικνίσματα της κάθε ατάλαντης τάχα τραγουδίστριας, να έχουμε καημούς κι όχι καψούρες, μεράκια κι όχι φιγουρατζίδικες αντιγραμμένες κινήσεις, πάθη κι όχι σκοπιμότητες, ανθρωπιά κι όχι κουκουλωμένη μοναξιά.

Να εξουδετερώσουμε μ’ άλλο λόγια το μικρόβιο του μικροαστισμού, να αγαπήσουμε την τάξη μας, την πραγματική και όχι τη φαντασιακή μας τάξη για να βρούμε τα κουράγια να παλέψουμε για να νικήσει και για να γεννήσουμε -εμείς θα τους γεννήσουμε, δεν θα ‘ρθουν απ’ τον ουρανό- τους ηγέτες που θα μας οδηγήσουν στη νίκη.

Δεν έχω ιδέα τι έχω γράψει. Χωρίς δεύτερη σκέψη. Τυπωθήτω.

 

  Επιστροφή